ωδική

ωδική
Η τέχνη του να τραγουδά κάποιος. Ειδικότερα, μάθημα της φωνητικής μουσικής, που διδάσκεται στα σχολεία της δημοτικής και της μέσης εκπαίδευσης. Γενικά η ω., όπως διδάσκεται στα ωδεία, είναι η τέχνη και η διδασκαλία του τραγουδιού. Απαιτεί καθημερινή μεθοδική άσκηση της αναπνοής, ώστε να υπάρχει ομοιογένεια χρώματος και έκτασης της φωνής, ορθός τονισμός, ευλυγισία, ερμηνεία και απόδοση. Όσοι θέλουν να διδαχτούν ω. (τραγούδι), πρέπει να διαθέτουν όχι μόνο φωνή, αλλά και σωματικά, ακόμα και διανοητικά προσόντα. Για να έχουν καλή απόδοση, χρειάζεται να ασκήσουν αλλά και να γνωρίζουν το αναπνευστικό τους σύστημα, τη φωνητική κατασκευή, τα αντηχεία, τα όργανα της άρθρωσης και το ύφος.
* * *
η, Ν
βλ. ωδικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ωδική — η 1. το να μεταχειρίζεται κανείς έντεχνα την ανθρώπινη φωνή στο τραγούδι, η τέχνη του να τραγουδά κανείς. 2. η διδασκαλία του τραγουδιού, το μάθημα της φωνητικής μουσικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ᾠδικῇ — ᾠδικός musical fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδική — ᾠδικός musical fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καντάτα — Μορφή μουσικής σύνθεσης ιταλικής προέλευσης, που επιβλήθηκε στις αρχές του 17ου αι. με δύο τύπους: την κοσμική κ. (ή δωματίου) και τη θρησκευτική (ή εκκλησιαστική) κ. Δημιουργήθηκε από την ανάγκη να αντιταχθεί η μονωδία και η ωδική απαγγελία στην …   Dictionary of Greek

  • συνωδία — η / συνῳδία, ΝΑ, και συναοιδία και συναοιδά Α [συνῳδός] νεοελλ. μουσική σύνθεση που εκτελείται συγχρόνως από πολλούς τραγουδιστές αρχ. 1. ωδική συμφωνία 2. μτφ. συναίνεση, συγκατάνευση …   Dictionary of Greek

  • συνωδικός — ή, όν, Α [συνῳδός] αυτός που επιφέρει συνωδία, ωδική συμφωνία …   Dictionary of Greek

  • τετραωδία — η, Ν ωδική σύνθεση η οποία εκτελείται από τέσσερεις διαφορετικές φωνές, αλλ. τετραφωνία, κν. κουαρτέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωδία (< ωδός < ωδή), πρβλ. μον ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • φωνασκώ — φωνασκῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ ασκῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ωδικός — ή, ό / ᾠδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠδή] ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική α) η τέχνη τού τραγουδιού β) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής 2. φρ. «ωδικά πτηνά» πτηνά που έχουν μελωδική φωνή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Βενετσάνου, Νένα — (Αθήνα 1956 –). Τραγουδίστρια και συνθέτης. Ακολούθησε από μικρή ηλικία μουσικές σπουδές (πιάνο). Σπούδασε ιστορία της τέχνης στην Μπεζανσόν της Γαλλίας και ωδική στο Παρίσι. Η επιστροφή της στην Ελλάδα (1977) θα την εισαγάγει στον χώρο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”